- μεταβαίνω
- (ΑM μεταβαίνω) [βαίνω]1. πηγαίνω από το ένα μέρος στο άλλο, μετατοπίζομαι («μεταβάντες δὲ ἐς τὴν Ἀσίην», Ηρόδ.)2. (στον λόγο) μεταπηδώ από το ένα θέμα στο άλλο, αλλάζω θέμα (α. «μεταβαίνουμε στη συζήτηση τού επόμενου θέματος» β. «μετάβηθι καὶ ἵππου κόσμον ἄεισον δουρατέου», Ομ. Οδ.)μσν.μτφ. παραβαίνω, ξεφεύγω από την υπόσχεσή μουμσν.-αρχ.αλλάζω κατάσταση, μεταβάλλομαι («μετέβαινεν ἐκ μείζονος εἰς ἔλαττον», Πλάτ.)αρχ.1. (στη λογική τού Επικούρου) κάνω μετάβαση από μία κρίση σε άλλη, εξάγω συμπέρασμα κατ' αναλογία ή ομοιότητα2. αναζητώ κάποιον ή επιδιώκω κάτι3. μεταφέρω, μετακομίζω4. μεταβάλλω («ἄστρων μετέβασ' ὁδοὺς Ζεύς», Ευρ.).
Dictionary of Greek. 2013.